- άμυαλος
- -η, -οανόητος, απερίσκεπτος: Είναι ακόμη παιδί άμυαλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμύαλος — ἀμύαλος, ον (Α) βλ. αμύελος … Dictionary of Greek
άμυαλος — η, ο αυτός που δεν έχει μυαλό, φρόνηση, άφρων, απερίσκεπτος, ασύνετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μυαλό ή αρχ. ἀμύαλος < ἀμύελος < ἀ στερ. + μυελὸς «χωρίς μυελόν». ΠΑΡ. νεοελλ. αμυαλιά, αμυαλοσύνη, αμυάλωτος] … Dictionary of Greek
ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε … Dictionary of Greek
αμυάλωτος — η, ο [άμυαλος] ο άμυαλος … Dictionary of Greek
άνους — ουν (AM ἄνους και ἄνοος, ον) 1. άμυαλος, ανόητος 2. επιπόλαιος, ασύνετος νεοελλ. αυτός που πάσχει από άνοια … Dictionary of Greek
αβαρής — ές και άβαρος, η, ο (Α ἀβαρής, ές) [βάρος] ο χωρίς βάρος ή αυτός που έχει μικρό βάρος, ο ελαφρύς νεοελλ. άμυαλος, ασύνετος αρχ. ο μη φορτικός, ο μη ενοχλητικός … Dictionary of Greek
αδειοκέφαλος — η, ο αυτός που έχει άδειο κεφάλι, άμυαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κεφάλι] … Dictionary of Greek
αδιάτακτος — και χτος, η, ο (Α ἀδιάτακτος, ον) [διατάσσω] ατακτοποίητος νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε διαταγή, που δεν τόν διέταξαν 2. ακατάστατος, ανάγωγος 3. αυτός που δεν συνετίσθηκε ή δεν είναι δυνατόν να συνετισθεί, ασύνετος, άμυαλος 4. αυτός που πέθανε… … Dictionary of Greek
αμυαλιά — η [άμυαλος] έλλειψη μυαλού, νου, ανοησία, κουφόνοια, απερισκεψία … Dictionary of Greek
αμυαλοσύνη — η [άμυαλος] η αμυαλιά … Dictionary of Greek